μουλαριάρης
Смотреть что такое "μουλαριάρης" в других словарях:
μουλαριάρης — ο [μουλάρι] ημιονηγός, μουλαράς … Dictionary of Greek
ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek